λαλαγγίτα

λαλαγγίτα
η
είδος τηγανίτας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαλαγγίτα — και λαλαγγίδα και λαγγίτα, η (Μ λαλαγγίτα) είδος γλυκίσματος που μοιάζει με τηγανίτα και λουκουμά …   Dictionary of Greek

  • λαλάγγη — λαλάγγη, ἡ (Α) είδος τηγανίτας που παρασκευάζεται από αραιό ζυμάρι και λάδι και αλείφεται με μέλι ή γλυκό κουταλιού ή πασπαλίζεται με ζάχαρη, η λαλαγγίτα …   Dictionary of Greek

  • λαλάγγι — λαλάγγι, τὸ (Μ, Α λαλάγγιον) λαλάγγη, λαλαγγίτα, τηγανίτα …   Dictionary of Greek

  • λαλάγκιον — λαλάγκιον, τὸ (ΑM) λαλαγγίτα …   Dictionary of Greek

  • lalanghită — lalanghítă ( te), s.f. – Un fel de uscăţele. ngr. λαλαγγίτα, din tc. lalagit (Şeineanu, II, 233; Lokotsch 1301; DAR). În Mold. Trimis de blaurb, 10.02.2008. Sursa: DER …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”